- ἐρυγών
- ἐρεύγομαιbelch outaor part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐρυγῶν — ἐρυγάω belch pres part act masc voc sg ἐρυγάω belch pres part act neut nom/voc/acc sg ἐρυγάω belch pres part act masc nom sg (attic epic ionic) ἐρυγάω belch pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic) ἐρυγή belching fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερεύγομαι — (I) και ρεύομαι (Α ἐρεύγομαι) αποβάλλω, βγάζω από το στόμα αέρια τού στομαχιού ή και μέρος από τις άπεπτες τροφές, ρεύομαι αρχ. 1. (για τη θάλασσα) ξεσπώ σε αφρούς, σε κύματα πάνω στην ξηρά, χτυπώ στα βράχια και αφρίζω 2. (για ηφαίστεια και… … Dictionary of Greek